Utente:Gobbler/Αγάπη

Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι. Και με είδε μια αχτίδα.


Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι. Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης, πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη! Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος, κι ελύγισα σαν από τρυφερότη, εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος

Ed ero nelle tenebre, Ed io ero le tenebre.
E mi vide un raggio.

Freschezza il suo viso ilare
ed io ero la più secca delle giunchiglie.
Come mi scosse il risveglio di una gioventù
come risero le mie amare labbra,
Come se i suoi occhi mi dicessero
che non fossi più il naufrago ed il solo
e mi sciolsi come da tenerezza
io che mi aveva reso pietra il dolore.


Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται.


Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει· μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει. Κι αλοίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση... Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει. Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει· όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα. και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα. Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση..

E ancora non potevo comprendere
come possa morire una donna
che si ama

Ha piantato nel mio giardino un mandorlo
ed è così tenero che quasi respira
ma ogni giorno, ogni alba tendeva adappassire
e la gioia del suo fiore non mi darà
E guai a me! Io gli nutro tanto amore...
Ogni mattino gli vado vicino e mi inginocchio
e con acqua e con lacrime l'annaffio
il mandorlo che ha piantato nel mio giardino.
Ah, la bugia della sua piccola vita finirà
quante foglie non sono cadute, gli cadranno
e dei suoi rami non rimarrano che legni.
La primavera del suo fiore non mi darà
E io tuttavia, il misero, gli nutrivo così tanto amore


Che fece .... il gran rifiuto Κωνσταντίνος Καβάφης

forse è un riferimento all'abiuria di papa Celestino V? non ricordo 1901

Σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους ἔρχεται μιὰ μέρα ποῦ πρέπει τὸ μεγάλο Ναὶ ἢ τὸ μεγάλο τὸ Ὄχι νὰ ποῦνε. Φανερώνεται ἀμέσως ὅποιος τόχει ἕτοιμο μέσα του τὸ Ναί, καὶ λέγοντας τὸ πέρα

πηγαίνει στὴν τιμὴ καὶ στὴν πεποίθησί του. Ὁ ἀρνηθεὶς δὲν μετανοιώνει. Ἂν ρωτιοῦνταν πάλι, ὄχι θὰ ξαναέλεγε. Κι ὅμως τὸν καταβάλλει ἐκεῖνο τ’ ὄχι — τὸ σωστὸ — εἰς ὅλην τὴν ζωή του.

Per alcuni uomini viene un giorno
che devono dire il grande Si o il grande No
Si rivela subito chi li ha
pronti dentro di séi il Si, e nel dirlo, più avanti
va nell'onore e nel suo convincimento..
Colui che rifiuta non si pente. Se gli fosse di nuovo rivolta la domanda
no di nuovo direbbe. Eppure si impadronisce di lui quel no - la cosa giusta - per tutta la sua vita.


Απολείπειν ο θεός Αντώνιον

Κωνσταντίνος Καβάφης


Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου· μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

Abbandona il dio Antonio

Come d'improvviso, a mezzanotte si sentirà
passare un invisibile corteggio con musiche sublimi, con vocii
la fortuna che ormai ti abbandona
le tue opere
che fallirono, i progetti della tua vita
che risultarono tutti fallaci, non abbandonarti a vani lamenti.
Come pronto da tempo, come coraggiosoc
salutala,l'Alessandria che se ne va.
Soprattutto non farti prendere in giro, non dire che era
un sogno, che è stato ingannato il tuo udito
vane speranze queste non lo accettare.
Come pronto da tempo, come coraggioso
come conviene a chi si è meritato una così grande città
avvicinati con fare fermo verso la finestra
e ascolta con commozione ma non
con suppliche e lamenti del vile
come ultimo piacere i suoni
gli strumenti di quel misterioso corteggio
e salutala, l'Alessandria che perdi